- κακοκοιτάζω
- μετ.1) косо смотреть (на кого-что-л.); 2) плохо смотреть (за кем-л.), оставлять без ухода, без внимания (больного, родителей и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακοκοιτάζω — 1. κοιτάζω με άσχημο τρόπο, κακοβλέπω κάποιον 2. δεν μεριμνώ για κάποιον όπως πρέπει, παραμελώ κάποιον («κακοκοιτάζουν τον πατέρα τους») … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοβλέπω — βλέπω κάτι ή κάποιον με κακές διαθέσεις, τον κακοκοιτάζω: Αυτός πάντα με κακοβλέπει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)